- εὐθυφερής
- εὐθῠ-φερής, ές,A running in a straight line, Pl.Lg.815b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθυφερής — εὐθυφερής, ές (Α) αυτός που κινείται ευθύγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φερής (< φέρω), πρβλ. ανω φερής, κατω φερής] … Dictionary of Greek
εὐθυφερές — εὐθυφερής running in a straight line masc/fem voc sg εὐθυφερής running in a straight line neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
ՈՒՂՂԱԲԵՐ — ( ) NBH 2 0545 Chronological Sequence: Unknown date ա. εὑθυφερής in rectum tendens. Որ ուղիղ կամ դէպուղիղ բերի. որ ուղղորդ շարժի. *Յորժամ լինիցի նմանութիւն ուղղաբեր, իբրու բազում անգամ մարմնոյ անդամոց լինելով ուղիղ. Պղատ. օրին. ՟Է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)